καθήκι

καθήκι
το
βλ. καθοίκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καθοίκι — και καθίκι και καθήκι, το (Μ καθοίκιν) αγγείο για αφόδευση, δοχείο νυκτός, αγγείο, πάπια νεοελλ. (για πρόσ.) αισχρό άτομο, κάθαρμα, ανυπόληπτο πρόσωπο μσν. στον πληθ. τά καθοίκια τα οικιακά σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καθοίκι < μσν. καθοίκιν <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”